οπαίος

οπαίος
-α, -ο (Α ὀπαῑος, -αία, -ον) [οπή]
αυτός που έχει οπή ή άνοιγμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οπαίο
α) ναυτ. μεγάλη τετράπλευρη οπή τού καταστρώματος πλοίου, όπου στερεώνεται η έδρα τού μεγάλου επιστηλίου
β) στρ. η κεντρική οπή τού κλείστρου τών πυροβόλων διά μέσου τής οποίας μεταδίδεται η φλόγα από τον πυροδοτικό μηχανισμό προς το προωθητικό γέμισμα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. η οπή τής στέγης από την οποία έμπαινε το φως και έβγαινε ο καπνός
2. φρ. «διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος» — από την οπή που βρισκόταν στη στέγη και από την οποία έμπαινε το φως τής ημέρας και έβγαινε ο καπνός τής εστίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀπαία — ὀπαίᾱ , ὀπαῖος with a hole fem nom/voc/acc dual ὀπαίᾱ , ὀπαῖος with a hole fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπαίας — ὀπαίᾱς , ὀπαῖος with a hole fem acc pl ὀπαίᾱς , ὀπαῖος with a hole fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Stenopäische Lücke — Die stenopäische Lücke (von altgriechisch στενός stenós „eng“ sowie dem Adjektiv ὀπαῖος opaios „mit einem Loch versehen“)[1] ist ein in der Augenheilkunde und Augenoptik …   Deutsch Wikipedia

  • ὀπαίαν — ὀπαίᾱν , ὀπαῖος with a hole fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”