- οπαίος
- -α, -ο (Α ὀπαῑος, -αία, -ον) [οπή]αυτός που έχει οπή ή άνοιγμανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το οπαίοα) ναυτ. μεγάλη τετράπλευρη οπή τού καταστρώματος πλοίου, όπου στερεώνεται η έδρα τού μεγάλου επιστηλίουβ) στρ. η κεντρική οπή τού κλείστρου τών πυροβόλων διά μέσου τής οποίας μεταδίδεται η φλόγα από τον πυροδοτικό μηχανισμό προς το προωθητικό γέμισμααρχ.1. το ουδ. ως ουσ. η οπή τής στέγης από την οποία έμπαινε το φως και έβγαινε ο καπνός2. φρ. «διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος» — από την οπή που βρισκόταν στη στέγη και από την οποία έμπαινε το φως τής ημέρας και έβγαινε ο καπνός τής εστίας.
Dictionary of Greek. 2013.